- προβοσκιδοφόρος
- -α, -ο, Ναυτός που έχει προβοσκίδα («προβοσκιδοφόρα έντομα» — έντομα που φέρουν προβοσκίδα, όπως είναι οι μύγες, τα κουνούπια, οι μέλισσες κ.ά.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προβοσκίδα + -φόρος*. Η λ. μαρτυρείται από το 18β1 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].
Dictionary of Greek. 2013.